- εὐδιαίτητος
- εὐδῐαίτητος, ον,A easy to decide, Str.8.1.1, Gal.2.881.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιαίτητος — εὐδιαίτητος, ον (Α) αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος εύκολα να εκφέρει γνώμη, να αποφασίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαιτητός (< διαιτώμαι)] … Dictionary of Greek
εὐδιαίτητον — εὐδιαίτητος easy to decide masc/fem acc sg εὐδιαίτητος easy to decide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαίτητα — εὐδιαίτητος easy to decide neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)